- αγιοποιώ
- (Μ ἁγιοποιῶ) (-έω)νεοελλ.ανακηρύσσω επίσημα ως άγιο κάποιον θνητό μετά τον θάνατό τουμσν.καθαγιάζω.[ΕΤΥΜΟΛ. ἁγιοποιός.ΠΑΡ. αγιοποίηση].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αγιοποιώ — αγιοποίησα 1. ανακηρύσσω κάποιο ευσεβές πρόσωπο ως άγιο. 2. θεωρώ κάτι ως άγιο, ιερό: Το γερο Ματθαίο οι συντοπίτες του τον είχαν σχεδόν αγιοποιήσει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-ποιώ — ποιῶ, ΝΜΑ β συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε ποιός (πρβλ. αρτοποιώ < αρτοποιός, νεωτεροποιώ < νεωτεροποιός), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό ποιώ λειτούργησε ως παραγωγική… … Dictionary of Greek
αγιοποίηση — η [αγιοποιώ] ανακήρυξη κάποιου ως αγίου από την Εκκλησία μετά τον θάνατο του … Dictionary of Greek
αγιοποιός — ό (Α ἁγιοποιός, όν) αυτός που κάνει κάποιον ή κάτι άγιο, ο καθαγιαστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἅγιος + ποιῶ. ΠΑΡ. μσν. νεοελλ. ἁγιοποιῶ] … Dictionary of Greek